Ασφάλιση Ηλικιωμένων Οδηγών
Ακολουθήστε μας στο Linkedin και συνδεθείτε με άλλους επαγγελματίες του κλάδου
Γράφει ο Μίλτος Μιλτιάδους, Ανεξάρτητος Σύμβουλος Ασφαλίσεων και Διαχείρισης Κινδύνων και Εκπαιδευτής Επαγγελματικής Κατάρτισης
Πρόσφατα παρακολούθησα συνέντευξη του Γενικού Γραμματέα της Ένωσης Κυπρίων Συνταξιούχων (Ε.ΚΥ.ΣΥ) κυρίου Κώστα Τσαγκάρη στο δημοσιογράφο κύριο Νικήτα Κυριάκου με τίτλο «ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΝ!!! Οι ασφαλιστικές εταιρείες τιμωρούν τους συνταξιούχους λόγω ηλικίας.»
Το κύριο παράπονο που εκφράστηκε είναι ότι, ενώ ο μέσος όρος ασφαλίστρων μηχανοκινήτων είναι €200 ετησίως, οι συνταξιούχοι υποχρεώνονται να πληρώνουν πολύ περισσότερα (κάποτε διπλάσια) όταν φθάσουν την ηλικία των 70 ετών και ζητήθηκε να παρέμβει η Κυβέρνησης προς τις ασφαλιστικές εταιρείες ώστε να σταματήσουν να τιμωρούν τους συνταξιούχους. Με άλλα λόγια, οι ηλικιωμένοι οδηγοί να πληρώνουν το ίδιο ασφάλιστρο που πλήρωναν όταν ήταν μεσήλικες.
Για εκείνους που γνωρίζουν, η τιμολόγηση των ασφαλίστρων δεν είναι τιμωρητικής φύσεως. Για να διευκολυνθούν στην αξιολόγηση και ανάληψη κινδύνων, οι ασφαλιστικές εταιρείες συγκεντρώνουν μεγάλο αριθμό επιμέρους κινδύνων σε ένα κοινό ταμείο. Μέσα σε αυτό το ταμείο, η κάθε ασφαλιστική εταιρεία λαμβάνει εισφορές, με τη μορφή ασφαλίστρων, από πολλούς ανθρώπους και πληρώνει τις απώλειες σε λίγους. Κατά τη λειτουργία του κοινού ταμείου, η ασφαλιστική εταιρεία επωφελείται από το νόμο των μεγάλων αριθμών.
Το σημαντικό στοιχείο που πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι ότι, ακόμη και όταν οι κίνδυνοι παρόμοιου τύπου συγκεντρώνονται σε κοινό ταμείο, δεν αντιπροσωπεύουν όλοι τον ίδιο βαθμό κινδύνου για το ίδιο το ταμείο. Ως εκ τούτου, κατά τη διαδικασία τιμολόγησης ο κάθε πελάτης χρεώνεται ένα δίκαιο ασφάλιστρο (equitable premium), δηλαδή ένα ασφάλιστρο που αντιπροσωπεύει τον βαθμό κινδύνου που επιφέρει στην ομάδα.
Για παράδειγμα, ένας νεαρός οδηγός που οδηγεί ένα ακριβό σπορ αυτοκίνητο θα πρέπει να συνεισφέρει περισσότερα, υπό μορφή ασφαλίστρου, στο κοινό ταμείο από έναν μεσήλικα οδηγό που οδηγεί ένα τυπικό αυτοκίνητο λογικής τιμής. Αυτό συμβαίνει επειδή ο νεαρός οδηγός και το σπορ αυτοκίνητό του αντιπροσωπεύουν υψηλότερο κίνδυνο για το κοινό ταμείο και είναι πιο πιθανό να δημιουργήσουν απαίτηση (και πιθανώς με μεγαλύτερο κόστος) παρά ο μεσήλικας οδηγός. Επομένως, θα ήταν δίκαιο εάν πλήρωναν περισσότερα στο ταμείο.
Για να συνεχίσουν να είναι δρώσες οικονομικές μονάδες και να συμμορφώνονται με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις του νόμου, οι ασφαλιστικές εταιρείες δικαιούνται να αξιολογούν τους κινδύνους που τους προτείνονται, να αποφασίζουν αν θα τους ασφαλίσουν ή όχι και, αν τους ασφαλίσουν, να επιβάλουν τους όρους τους και να χρεώσουν το κατάλληλο ασφάλιστρο.
Αν, υποθετικά, οι ασφαλιστικές εταιρείες χρεώνουν το ίδιο ασφάλιστρο σε όλους τους οδηγούς, θα τιμωρούνται οι καλοί κίνδυνοι και θα επιβραβεύονται οι κακοί κίνδυνοι.
Στη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 7 Οκτωβρίου 2024, συζητήθηκαν σοβαρά ζητήματα που αφορούν τις αυξήσεις στα ασφάλιστρα οχημάτων για ηλικιωμένους οδηγούς. Εμμέσως, πλην σαφώς, έγινε αποδεκτό το δικαίωμα των ασφαλιστικών εταιρειών να διαφοροποιούν τα ασφάλιστρα.
Μετά τη συνεδρία, η Πρόεδρος της Επιτροπής και Βουλευτής του ΑΚΕΛ κυρία Ειρήνη Χαραλαμπίδου ανέφερε ότι η Επιτροπή θα καταθέσει πρόταση νόμου για να επιβληθεί μέσα από νομοθεσία οι ασφαλιστικές εταιρείες να λαμβάνουν υπόψη τους, κατά την αξιολόγηση αιτημάτων από ηλικιωμένους πολίτες, στατιστικά δεδομένα.
Εκείνο που δεν λέχθηκε στη συνεδρίαση, είναι ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες ήδη είναι υποχρεωμένες να λαμβάνουν υπόψη τους στατιστικά δεδομένα. Τον Οκτώβριο του 2007 υποβλήθηκε καταγγελία στην Αρχή κατά των Διακρίσεων αναφορικά με (κατ’ ισχυρισμό) πολιτική των ασφαλιστικών εταιρειών, είτε να μην ασφαλίζουν άτομα έχουν συμπληρώσει την ηλικία των 70 ετών, είτε να αξιώνουν από αυτά πολύ υψηλότερα ασφάλιστρα σε σχέση με άτομα μικρότερης ηλικίας. Στις 20 Νοεμβρίου 2012 υποβλήθηκε καταγγελία στην Αρχή κατά των Διακρίσεων αναφορικά με διάκριση λόγω ηλικίας εις βάρος 18χρονου οδηγού. Και στις περιπτώσεις η Επίτροπος Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατέληξε ότι:
«Η όποια διαφοροποίηση στην παροχή ασφαλιστικών υπηρεσιών στη βάση της ηλικίας ενός προσώπου, θα πρέπει, για να είναι συμβατή με τη νομοθεσία κατά των διακρίσεων, να βασίζεται ή να ενισχύεται από συγκρίσιμα και αξιόπιστα στατιστικά δεδομένα ή οποιαδήποτε άλλα στοιχεία που να τεκμηριώνουν και να δικαιολογούν κατά επαρκή και αξιόπιστο τρόπο τη διαφορετική μεταχείριση.»
Συνεπώς, αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι νέα νομοθεσία, αλλά εποπτεία της εφαρμογής της υφιστάμενης νομοθεσίας.