Ελάχιστος φορολογικός συντελεστής 15%: Επιπτώσεις και προοπτικές για την Κύπρο
Ακολουθήστε μας στο Linkedin και συνδεθείτε με άλλους επαγγελματίες του κλάδου
Του Στέλιου Α. Βιολάρη, Συνέταιρος – Υπεύθυνος υπηρεσιών διεθνών φορολογικών θεμάτων, PwCΚύπρου
Την περασμένη Πέμπτη, 15 Δεκεμβρίου 2022, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι υιοθέτησε και επισήμως την εφαρμογή ελάχιστου φορολογικού συντελεστή σε όλη της την επικράτεια αρχής γενομένης από το 2024, δηλαδή σε έναν μόλις χρόνο από τώρα. Η σχετική Ευρωπαϊκή Οδηγία θα πρέπει υποχρεωτικά να μετατραπεί σε νομοθεσία από όλα τα κράτη-μέλη ανεξαιρέτως, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου.
Σε διεθνές επίπεδο, η συμφωνία είχε ήδη επιτευχθεί από τον Οκτώβριο του 2021, από περίπου 140 χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ. Συνεπώς ήταν θέμα χρόνου πότε τα κράτη μέλη της Ε.Ε. θα ομοφωνούσαν προς πλήρη υιοθέτηση της οδηγίας, παρά τις αντιρρήσεις αρχικά της Πολωνίας και μετέπειτα της Ουγγαρίας.
Η νέα αυτή πραγματικότητα επηρεάζει μόνο τους πολυεθνικούς και εγχώριους ομίλους με συνολικό ετήσιο κύκλο εργασιών τουλάχιστον 750 εκατ. ευρώ, βάσει των ενοποιημένων οικονομικών τους καταστάσεων. Τέτοιου μεγέθους όμιλοι θα πληρώνουν το συμπληρωματικό φόρο, όπου ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής επί των λογιστικών τους κερδών σε κάθε ξεχωριστή δικαιοδοσία είναι χαμηλότερος του 15%.
Η επίπτωση της επιβολής αυτού του συμπληρωματικού φόρου μέχρι και το 15% επί των λογιστικών αντί των φορολογητέων κερδών, είναι τεράστια αφού σε πολλές δικαιοδοσίες τα λογιστικά κέρδη είναι πολύ υψηλότερα των φορολογητέων λόγω αρκετών φορολογικών απαλλαγών και των εκπτώσεων που προσφέρουν.
Η Κύπρος είναι φυσικά μια τέτοια δικαιοδοσία και άρα λοιπόν οι εταιρείες που εδρεύουν στη χώρα μας και ανήκουν σε τέτοιους ομίλους διαθέτοντας τη μητρική τους εταιρεία εδώ ή στο εξωτερικό (στην Ε.Ε. ή σε άλλες τρίτες χώρες), αναπόφευκτα υπόκεινται σε αυτόν τον αυξημένο φόρο επί των κερδών τους. Ο γενικός κανόνας λειτουργεί με την επιβολή του συμπληρωματικού φόρου στην τελική μητρική εταιρεία, η οποία πληρώνει αυτόν τον φόρο στην δική της φορολογική αρχή για όλες τις εταιρείες του ομίλου της, ανά το παγκόσμιο.
Όμως, με βάση την Ευρωπαϊκή Οδηγία που έχει ψηφιστεί και προκειμένου να διαφυλαχθεί η κυριαρχία των κρατών-μελών της Ε.Ε., η κάθε χώρα μπορεί να επιλέξει να εφαρμόσει την οδηγία σε εγχώριο επίπεδο για τις επιχειρήσεις που εδρεύουν στη δική της δικαιοδοσία και άρα να εισπράξει το ίδιο το κράτος-μέλος αυτόν τον συμπληρωματικό φόρο. Το ερώτημα που εγείρεται φυσικά είναι πώς ενδεχομένως επηρεάζεται η Κύπρος από αυτά τα νέα δεδομένα και κατά πόσο υπάρχουν στην Κύπρο τέτοιες εταιρείες που ανήκουν σε παγκόσμιους ομίλους-μεγαθήρια.
Εμείς στην PwC Κύπρου διεξήγαμε τη δική μας εσωτερική μελέτη εδώ και κάποιους μήνες, το αποτέλεσμα της οποίας καταδεικνύει πως ο αριθμός τέτοιων εταιρειών που εδρεύουν στην Κύπρο είναι όντως αξιοσέβαστος. Επιπρόσθετα οι ετήσιοι φόροι που πληρώνουν αυτές οι εταιρίες στην κυπριακή δημοκρατία είναι αρκετά σημαντικοί ως προς το σύνολο των φόρων που εισπράττει το κράτος μας επί των εταιρικών κερδών.
Κατά συνέπεια, η επίπτωση της εφαρμογής των νέων αυτών κανόνων θα πρέπει να αξιολογηθεί ενδελεχώς, υπεύθυνα και άμεσα.
Το στοίχημα για εμάς ως ένα κέντρο διεθνών δραστηριοτήτων είναι από τη μία η πλήρης εναρμόνιση με την Ευρωπαϊκή Οδηγία και παράλληλα να καταφέρουμε με κάποιον τρόπο να παραμείνουμε ανταγωνιστικοί. Ο στόχος μας δεν πρέπει να είναι απλά να βρεθούν οι τρόποι για να διατηρήσουμε τους ξένους εταιρικούς επενδυτές, που μέχρι τώρα έχουν εμπιστευτεί την Κύπρο, αλλά και να μετατρέψουμε αυτήν τη νέα πρόκληση σε ευκαιρία για προσέλκυση ακόμη περισσότερων ξένων επενδυτών. Οι σημαντικοί αυτοί φόροι που εισπράττει το κράτος μας μπορούν κάλλιστα να υπερδιπλασιαστούν αλλά και να χαθούν εντελώς, εάν δεν μπορέσουμε να βρούμε τη χρυσή τομή.
Αυτό που προέχει, κατά την άποψη μας, είναι να αντιδράσουμε το συντομότερο και οπωσδήποτε πιο νωρίς από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη και τις τρίτες χώρες παρόμοιου προφίλ με εμάς.